Ανορθόγραφα εισητήρια του Thessaloniki Tours στην Εγνατία. Διέσχισα τη λεωφόρο μετρώντας πινακίδες ξενοδοχείων. Κόκκινα HOTEL ως εκεί που φτάνει το μάτι περιμένουν επισκέπτες.
Η πόλη ως αντίδοτο.
Περνώ την Ίωνος Δραγούμη, περνώ τη Βενιζέλου. Σιγά σιγά φωτίζει. Ο βανδαλισμένος Βενιζέλος ακίνητος, αμίλητος, άγαλμα. Με κρατάει ο μαύρος καφές που ήπια με τη Δανάη στον Ερμή. Το 'περιπλανιέμαι', λέει, περιέχει το ΄πλανιέμαι΄. Κι η φωτογραφία είναι προιόν μιας μηχανής, μιας συγκεκριμένης τεχνολογίας που μπαίνει ανάμεσα στα φυσικά πρόσωπα, ώστε να φτιάξει μια ιστορία για ν'ακουστεί στη Δύση - προερχόμενη από τη Δύση. Με αντικείμενο το ανατολικότροπο κάτι που προσπαθεί να τιθασεύσει.
Αφίσες του Σιδηρόπουλου χρόνια τώρα στη γωνία Αριστοτέλους με Εγνατία. Ξεθωριάζει το χρώμα τους, ο κύριος όμως που της πουλά, αν τον θυμάμαι καλά, επιδεικνύει αθάνατο ζήλο.
Προσπερνώ μια παρέα - μια κοπέλα εξ αυτών, ξένη, ζητά κάποιον εβδομηκοστό δρόμο. Μια Ελληνίδα δίπλα της της θυμίζει στα αγγλικά πως εδώ δεν είμαστε Νέα Υόρκη, οι οδοί δεν έχουν νούμερα.
Συνεχίζω την πορεία. Κάπου γράφει ΑΓΟΡΑΖΩ ΧΡΥΣΑΦΙΚΑ κι από πάνω κάποιος έσβησε το όνομα του κυρίου που αγοράζει κι έγραψε ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ. Λίγο έπειτα, η βιτρίνα της ΡΟΜΙΝΑ διαφημίζει τρελά, μαύρα στριγκάκια με διαμαντάκια.
Από νέους, λίγοι κυκλοφορούν. Όλοι διαβάζουν, ή καμώνονται πως διαβάζουν, για την εξεταστική. Στο Μακντόναλτς μέτρησα με φούρια τρεις τέσσερις παρέες συνταξιούχων. Μετά την Πρασακάκη, σκοτάδι ξανά. Το σπίτι της Φαίδρας πιθανότητα γνώριμης συντροφιάς. Κι ο Άγιος Αθανάσιος που καίγεται και ξανακαίγεται.
Το περίπτερο στην Παλαιολόγου μοιάζει περισσότερο με εμπορικό κέντρο τύπου και ψιλικών έτσι όπως έχει απλωθεί στο πεζοδρόμιο. Περπατώ κάτω από την τέντα του.
Ανεβαίνω τα μαρμάρινα σκαλιά του 13ου Γυμνασίου. Κοιτώ μέσα από τα τζάμια της εξώπορτας: ελληνικά σημαιάκια κρεμασμένα διαγωνίως από τη μια άκρη στην άλλη, ένας ανάγλυφος γεωπολιτικός χάρτης, και βιβλία τακτικά τοποθετημένα σ'ένα τετράγωνο ράφι. Δίπλα από την πόρτα γράφει ΣΑΜΠΟΤΑΖ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ.
Ο ΜΙΚΕΛ, μια νέα αλυσίδα καφέ (που διατείνεται πως έχει τον καλύτερο καφέ στην πόλη) είναι φίσκα. Στη πορτοκαλιά στάση της Ιασωνίδου, παριστάμενοι, στεκούμενοι και καλοστεκούμενοι καπνίζουν.
Έφτασα στη Ναυαρίνου. Ένας βιολιστής του δρόμου παίζει την Ενάτη του Μπετόβεν. Ωδή στη Χαρά. Οποία ειρωνεία.
Κουβέντες με φίλους. Αν ήμουν εγώ στην Αμερική, μου λένε...
Προφασίζομαι την πατριδογνωσία κι έτσι γυρνώ μονάχη. Θλιμμένη ευτυχία, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Τρεις μέρες πριν ήμουν στην Κυψέλη. Ο θείος μου μας ανέβασε με πάθος και βιασύνη στο διαμέρισμά του, ξεκλείδωσε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι νεύοντάς μας να τον ακολουθήσουμε. Με χέρι που έδειχνε κάτι συγκεκριμένο κι ακόμη αόριστο, με πήρε ως την άκρη της βεράντας. Γι'αυτό μ'αρέσει αυτό το διαμέρισμα και δεν το αλλάζω με τίποτα σαράντα χρόνια τώρα, είπε, κι από πίσω του αποκαλύφθηκε η θέα της Ακρόπολης. Φωτεινή, μακρινή, σαν αιωρούμενη.