Σκαρφάλωσε το φεγγάρι πίσω από τις πολυκατοικίες, η μαμά έβαλε καρέκλες στη βεράντα. Άσπρο, λαμπερό, τέλεια γραμμένο στον κύκλο του, μου θύμισε την σκληρή λέξη 'αμνησία'.
Η θεία μου η Μαρίκα, εντάξει είμαι όσο η σύνταξη μού φτάνει για ταξί και για τσιγάρα, καλά είμαι μια χαρά είμαι, τα ταξί μόνο να έχω, όχι το λεωφορείο δεν το μπορώ το γόνατό μου έχω Μαιρούλα ναι, κι από τον οδηγό ν'ανέβω, δόξα τω θεώ μπορώ να παίρνω ταξί.
Ο υπερσυντέλικος ενός ρήματος, συζητούσε μια κοπέλα στην ηλικία της αδερφής μου στο λεωφορείο.
Πότε αρχίσαμε να ζυγίζουμε τα πράματα;
Αντέγραψα την ΣΤΕΡΝΑ του Σεφέρη σ'ένα κόκκινο τετράδιο με σκοπό κάποια στιγμή να το δώσω. Έβαλα και μια αφιέρωση - κάτι μ'ένα νησί - τα γνωστά όνειρα των νέων σε χώρες παραθαλάσσιες - έρωτας στην ακροθαλασσιά - τέλος πάντων - θα πετάξω το τετράδιο ως έχει.
Είχα σημειώσει, είχα υποσχεθεί, ο υπερσυντέλικος κι η δράση που ακόμη να συντελεστεί.