Η τροφός, θέε μου. Τι είπε η τροφός, στην ακροθαλασσιά, στην κυρά της την Φαίδρα, με τα μάτια που καίνε και την καρδιά που τρέμει. Κι εμείς, εδώ, Λούκι κι εγώ, στην άκαρδη πόλη. Κάποιοι μήνες που απέμειναν - πώς να τους μιλήσω;
Φαντάσματα, φαντασμαγορίες, όταν δουν τα μάτια δεν μπορούν να ξε-δούν. Κι έτσι, μαρμαρώσαμε. Μέχρι που θα συρθούμε, αρχές του καλοκαιριού, στη θάλασσα κι εμείς, βασανισμένοι από τα οράματα της ζωής μας χωριστά.