Μια ιστορία (ό,τι και να’ναι: μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα) θα μιλάει για τη ζωή χωρίς αξιώσεις… Ή μάλλον για τη σύνδεση δυο ανθρώπων εκ των οποίων, «φαινομενικά» όπως λέμε, ο ένας δεν ζητάει πολλά και μαθαίνει στον εαυτό του να είναι ικανοποιημένος ενώ ο άλλος δεν μπορεί να κατευνάσει τα εμπύρετα, σχεδόν, κι άυπνα όνειρα επιτυχίας (θέλει να γίνει συγγραφέας, άνθρωπος των γραμμάτων). Πρώτη διαφορά που πιο πολύ φαίνεται παρά είναι διότι ανακαλύπτουμε πως ο πρώτος διατηρεί μια σθεναρή μελαγχολία γι’αυτά που στη ζωή του δεν έκανε. Προσδίδουμε «ίσο» βάθος και στους δυο (όχι εμείς, η ιστορία).
Όμως μια δεύτερη ανισότητα, ή, ας πούμε, διαφορά συμπεριφοράς θ’απασχολήσει το κείμενο και την άυπνη συγγραφέα (που το βράδυ γράφει στο μυαλό της, αφού δεν θέλει και δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι). Ο ένας από τους δυο μπορεί να αγαπήσει πιο πολύ. Πώς το ξέρει άραγε αυτό η συγγραφέας, πώς έχει καταλήξει σ’αυτό το συμπέρασμα; Πάει να πει πως βρίσκει σημαντικό έλλειμα στον σύντροφό της. Του καταλογίζει ρηχότητα. Κάτι που τις πιο κρίσιμες ώρες το ξεχνάει διότι εκεί ισοφαρίζουν μα που στην υπόλοιπη κοινή ζωή τους, κι ακόμη πιο πολύ ακόμα στις ιδιωτικές της ώρες, την τσινγκλάει, κι έρχεται κι ενώνεται αυτός ο εκνευρισμός με τα ισχνά κείμενα που κατορθώνει αυτές τις μέρες και νιώθει σαν ένας τεράστιος, παραγεμισμένος όγκος που δεν χωράει πουθενά. Η ιστορία προς θεού δεν θέλει να κρίνει ή να προσεταιριστεί τις απόψεις ή την οπτική κάποιου. Είναι πρωί Σαββάτου, και φτιάχνει τον καφέ της, μ’αργές κινήσεις, εξαίσια ησυχία στη γειτονιά (αν και την ξύπνησαν οι σκουπιδιάρηδες -καημένοι κι αυτοί, σκέφτεται- στις οκτώ. Μετά κάπως ξανακοιμήθηκε αλλά είδε έναν ερωτικό εφιάλτη που σχετιζόταν με τον μπαμπά μιας φίλης της κι όταν ξαναξύπνησε, ήταν πιο αβέβαιη ακόμη κι απ’ό,τι ήταν πριν αποκοιμηθηεί την προηγουμένη). Μια γιαγιά στην απέναντι πολυκατοικία ασχολείται με τις ορτανσίες της. Αυτή δεν έχει παρά μια λεβάντα. Δεν θέλει παραπάνω. Την πήρε από κάτι Κινέζες, πολύ ευγενικές, στη rue Vavin. Την λεβάντα την λέει Λουσία, η μάνα της κι η τυφλή κόρη του James Joyce. Διαβάζει αυτές τις μέρες τον Οδυσσέα. Τι έξαψη! Πηγαίνει τα βράδια, αφού τελειώσει με τη δουλειά, στη βιβλιοθήκη της Sainte-Géneviève στο Πάνθεον κι ανάμεσα στα νεαρά καλωδιωμένα Γαλλάκια βγάζει το βαρύ βιβλίο -προσοχή να μην τσακιστούν οι σελίδες- κι αρχίζει και το πασπατεύει αποφεύγοντας ακόμη να το διαβάσει με τη σειρά. Αν είναι τυχερή γύρω στις οκτώ ο φίλος της που θα’χει τελειώσει κι εκείνος από τη δουλειά, θα της στείλει μήνυμα. Θα την καλεί σπίτι του. Τότε η έξαψη του Joyce θα βρει αντίκρυσμα λιγότερο μοναχικό από τη χαρά που συνήθως κρατάει, διατηρεί, μόνη της. Θα βάλει το βιβλίο στην τσάντα προσεκτικά αλλά γρήγορα, θα μαζέψει τα σβηστήρια απ’το τραπέζι και θα κατευθυνθεί προς την έξοδο εκεί όπου εκτείνεται η «αμαρτία του Παρισιού», όπως γράφει ο Δουβλινέζος. Τι χαρά που θα’χει, πεινασμένη, θα θέλει να τον δει. Θα πάρει ένα ποδήλατο από την πλησιέστερη στάση, θα κατηφορίσει ως το Λουξεμβούργο (τι μαλακός αέρας απόψε! Εύκολα τα πράματα!) και μετά θ’ανηφορίσει ως τη Denfert-Rochereau κι από κει μια ευθεία ως την Alesia. Κοντά στο σπίτι του φίλου της υπάρχει ένα ψιλικατζίδικο όπως θα λέγαμε στα ελληνικά, και μικρό μανάβικο μαζί. Από κει θα πάρει ένα φτηνό (μα καλό) κόκκινο κρασί κι ίσως ένα camembert. Σεπτέμβρη παίρνει ένα τσαμπί σταφύλια. Τον Μάη παίρνει κεράσια, κι όλο και κάποιος λεκιάζεται έπειτα. Περπατάει ως την πόρτα του φίλου της λες κι είναι τρελή, τυφλή, από άλλη ζωή. Δεν ανησυχεί για τίποτε διότι ο χρόνος εξανεμίζεται ως παράμετρος. Είναι ένα κύμα που μες στην πόλη θα τους φέρει κοντά. Δύο σώματα που καλύτερα κιόλας να μην έχουν μιλιά, να μην έχουν λόγο.