Στο ύφος του Τσιτσόπουλου, πρώτη λυκείου που αγόραζα το SOUL για να διαβάσω τα περίφημά του editorial. Δεν ήξερα ακόμη τον Τσαγκαρουσιάνο, και οι κοσμοπολίτικοι πληθυντικοί του Τσιτσό, ποτισμένοι όπως ήταν από εικόνες της αστικής Θεσσαλονίκης, με μάγευαν. Δεν χόρτανα τον λόγο του έτσι που ήταν αυθόρμητος, δημιουργικός, φανερά δημιουργημένος, ζωντανός, 'ψαγμένος' όπως λέγαμε κι όπως μάλλον λέμε ακόμη, σε αντίθεση όλα αυτά με τα στείρα διαβάσματα του σχολείου. Ειδικά αυτά της μαρτυρικής πρώτης λυκείου.
Κι όσο κι αν λέω, βαυκαλιζόμενη, πως εκείνα τα κείμενα του Τσιτσόπουλου τα'χω ξεπεράσει, κι όσο κι αν έχω πάψει δυο χρόνια τώρα να αγοράζω το SOUL που κατά γενική ομολογία περιέπεσε σε κακογραμμένα κείμενα και ρεκλάμες ολόκληρων σελίδων, κάποτε νοσταλγώ την αφέλεια εκείνης της εναλλακτικότητας. Ώρες ώρες νιώθω δύσκαμπτη κι ακατάληπτη - αναστοχαστικότητα στο σύνορο της αυτολογοκρισίας. Δίχως άλλους προλόγους όμως, επιστροφή στους σαγηνευτικούς πληθυντικούς και στα ασύνδετα σχήματα à la maniere de Τσιτσόπουλος.
Μουντή μέρα, όσο πρέπει, να θυμίζει λίγο Θεσσαλονίκη, όχι όμως πολύ και πάθουμε νοσταλγία. Μεταλλικής υφής, άνοιξης που δεν λέει να ανοίξει, να σκάσει μπρος μας τα θαύματα του κόσμου και της φύσης. Πρώτη ώρα, μια κυρία, καθηγήτρια χορού, στα εξήντα, γκρίζα μαλλιά, γκέτες, σφιχτά κορμάκια, τσουλούσε έναν σκελετό. Μου φάνηκε κοντός, και με μικρό κεφάλι. Έπιανε εκείνη τη λεκάνη του, τους χόνδρους του, τις αρθρώσεις, και μας έλεγε... Έτσι κινείστε κι εσείς. Έτσι κινούμαι κι εγώ, αντιδρούσα με κατάπληξη. Μια ζωή η μόνη να αντιδρώ στην τάξη, να επιβεβαιώνω τον ομιλητή πως ναι υπάρχει επαφή, αν όχι, δηλαδή, επικοινωνία.
Έπειτα μας έβαλε να ξαπλώσουμε κάτω, ανάσκελα. Πιάστε τα κόκαλα της λεκάνης τώρα. Να πιάνουμε τα κόκαλα της λεκάνης. Αγκαλιάστε την κλείδωση. Βάλτε την κλείδωση κάτω από την παλάμη σας. Μέσα στη χούφτα σας. Τι αισθάνεστε;
Τι να αισθάνομαι με τα κόκαλα της λεκάνης στα χέρια μου; Πως είμαι ένα σώμα ορίων - κάποτε κλειδωμένο. Σαν το σκελετό: με κόκαλα, χωρίς σάρκα.
Έπειτα πήγα στην καφετέρια, γέμισα ένα από τα χάρτινα ποτήρια με καφέ, black indeed, κάθισα στο παράθυρο, έβγαλα το στυλό και το τυπωμένο μου χαρτί και παρέστησα την ποιήτρια. Διόρθωσα κάποιους στίχους, άλλους τους έσβησα με μανία, άλλους τους αναθεμάτισα γιατί ήταν πολύ κρυπτικοί και γιατί δεν γινόταν να μην είναι τόσο κρυπτικοί, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Μετά έκανα διάφορα πράματα, να να να, τσουπ τσουπ τσουπ, μίλησα με την Κωνσταντίνα για τον Τίτο Πατρίκιο και τη συνέντευξή του στο Εντευκτήριο. Μου έκανε εντύπωση που είχαμε προσέξει ακριβώς τα ίδια σημεία. Εκείνο του Γκαίτε, 'περισσότερο φως'. Έπειτα το έκανα status στο Facebook.
Κι επειδή χαζομελαγχολώ με το σκατοτέτοιο και τις φωτογραφίες του που με μιας τα ανασυνθέτουν όλα και εισβάλλουν στην ησυχία που'χεις, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, φτιάξει, τα'κλεισα όλα κι άκουσα Δαυίδ Μπάουι. Τον θυμήθηκα από μια τραγουδάρα που ερμήνευσε μαζί του αυτή η θεά που λέγεται Σκάρλετ Γιόχανσον σε έναν δίσκο της, για τον οποίο πολλοί λίβελοι άδικα γράφτηκαν. Καμιά φορά τα τραγούδια που σε συγκλονίζουν δεν τα εκτιμά κανείς άλλος στο Facebook, και θέλεις να πας να γράψεις από κάτω μεγάλα λόγια αλλά λες δεν γαμιέται. Καλύτερα όχι.
(Όταν ξεκίνησα να γράφω, σκοπό είχα να μιλήσω για τον Τσίπρα και την ομιλία του χθες στο Μέγαρο Μουσικής για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Για μένα όμως πολιτική, έχω εξηγήσει, αυτό έγραφα στα χαζοποιηματούδια μου σήμερα, είναι ό,τι έχασα κι ό,τι πρέπει να ξαναποκτήσω. Όλα μαζί - πάντα.)
Ωραίο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι καλό μήνα.
ΑπάντησηΔιαγραφή