Υπήρχε μία μεγάλη γοητεία στον τρόπο που η δασκάλα μας κινούταν στον χώρο, αυτό που στα αγγλικά λέγεται to carry oneself. Αδιαπραγμάτευτα ευθυτενής, με μία συνεχή αίσθηση του
βάρους της και της βαρύτητας που σ’έκαναν να πιστέψεις πως έπειτα από μια ζωή
χορού μπορούσε κανείς να κατακτήσει ένα βάδισμα που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο.
Μικρά κορίτσια, στα μικρά μας ροζ και λευκά κορμάκια, φτάναμε στη σχολή με τους
γονείς μας ή με τη γιαγιά μας. Η δική μου, επίσης Μαίρη, απόφοιτος του ίδιου
γυμνασίου κι επομένως επίσης «Ανατόλιαν», επίσης ευθυτενής και χαμογελαστή.
Επίσης με τα μαλλιά πιασμένα κότσο. Μα τα μαλλιά της δασκάλας μας ήταν μυθικά,
πρώτα απ’όλα γιατί δεν τα βλέπαμε. Πάντοτε πιασμένα σ’ένα σφιχτό κότσο
στερεωμένο από αόρατες φουρκέτες όπως μόνο οι μπαλαρίνες ξέρουν να στερεώνουν,
μαντεύαμε πόσο μακριά να’ναι. Θέλαμε ν’ανακαλύψουμε αν ήταν φυσικά ξανθά, κι αν
τα άφηνε ποτέ ελεύθερα (σαν να θυμάμαι μια από τις πιο τσαούσες ανάμεσά μας να
την ρωτάει μια φορά το ανήκουστο, κυρία, πόσο μακριά είναι τα μαλλιά σας;).
Θυμάμαι ν’αναρωτιέμαι αν στη ζωή της τα βράδια μετά τα μαθήματα στη σχολή έλυνε
αυτόν τον κότσο. Ο κότσος της δασκάλας μου μού κέντρισε για πρώτη φορά το
ενδιαφέρον για την ιδιωτική ζωή κάποιου.
Κι έτσι, χωρίς ποτέ να ξέρουμε κάτι παραπάνω, έμπαινε στην αίθουσα στις 6,
απόγευμα Δευτέρας, για το μάθημα κλασικού χορού (τις Τετάρτες είχαμε τζαζ με τη
Μανταλένα, που φορούσε μαύρο παντελόνι κι ήταν νέα και μοντέρνα όπως ταίριαζε
στο μάθημα). Ξεκινούσαμε από τις ασκήσεις στην μπάρα κι ένιωθα να φουσκώνω από
περηφάνια που μια κυρία που έμοιαζε με τη γιαγιά μου (η οποία μου θύμιζε πάντα,
class of ’54 η Λιάτσου, class of ’56 εγώ) μας δίδασκε με συνδυασμό ακρίβειας
και αυστηρής καλοσύνης πώς να τεντώσουμε τα coup de pied μας, πώς να περάσουμε από την πρώτη στη
δεύτερη θέση και πώς να κρατούμε τους αγκώνες μας σταθερούς αλλά όχι
σφιγμένους. Ένιωθα πραγματική ανάταση, σαν να σημειωνόταν ένας θρίαμβος, ήδη,
στην παιδική μου ηλικία, όταν ερχόμασταν στο κέντρο για τις υπόλοιπες ασκήσεις,
που ήταν πάντα πιο ενδιαφέρουσες. Η αγαπημένη μου ήταν (και πρέπει να το είχε
υποψιαστεί η δασκάλα μου που πάντα με επαινούσε σ’αυτό το σημείο) η «μεταφορά
βάρους» όπως μας την ανακοίνωνε εκείνη. Θα σας πω όπως ένα παιδί μόνο ξέρει να
προσέχει τις λεπτομέρειες ενός προσώπου πως τα χείλη της δασκάλας μας εμφάνιζαν
λεπτές, ντελικάτες γραμμές στο πάνω μέρος καθώς πρόφεραν αυτό το «βάρους» κι
όπως το δεξί της πόδι άνοιγε από την πρώτη θέση στη δεύτερη εμφανίζοντας το
άψογο coup de pied και τα μπαλετικά παπούτσια με τακούνι και
την ελαστική σόλα που έδεναν στον αστράγαλο.
Μαθαίναμε πώς να περνούμε από το ένα πόδι στο άλλο, την πιο βασική
λειτουργία της ανθρώπινης κίνησης, διατηρώντας την σωστή μας στάση, εκτελώντας
την κίνηση με συνείδηση κι αβίαστα.
Με το τέλος των ασκήσεων η δασκάλα μας μάς καλούσε να μαζευτούμε κοντά της.
Μοσχοβολούσαν τα καλσόν και η λακ και το ξύλινο τετράγωνο με το κολοφώνιο στη γωνία στο οποίο ελπίζαμε
μια μέρα να αξιωθούμε να αλείφουμε τις πουέντ μας μ’αυτό το αινιγματικό
βαθύχρωμο κεχριμπάρι. Όπως καθόμασταν συναγμένες γύρω της, καρφίτσωνε σε μια λευκή
κουρτίνα που σκέπαζε το τζάμι τις
ζωγραφιές μας (έξω είχε πια βραδιάσει και οι γονείς μας – τότε
δεν ξέραμε με ποια κούραση απ’όλη την ημέρα δουλειάς- ξανανεβαίναν τα σκαλιά
του εμπορικού κέντρου της Σοφούλη για να’ρθουν να μας πάρουν σπίτι). Ζήλευα μια ζωγραφισμένη φιγούρα. Το κορμάκι της ήταν γεμισμένο
από στρας, ζωγραφισμένο μ’αυτές τις παχύρευστες κόλλες που δίναν δώρο με τα Polly Pocket. Τόσο φανταχτερά
δεν θα επιτρεπόταν ποτέ να ντυθούμε στη σχολή. Ίσως, αν είμασταν τυχερές, θα
είχαμε ωραίους ρόλους που απαιτούσαν αστραφτερά κουστούμια στην παράσταση του
τέλους της χρονιάς. Ήταν το έτος 1997 και ο ρόλος που μας είχε ανατεθεί ως
τάξη, μας ανακοίνωνε τώρα η δασκάλα μας, ήταν το Ρολόι στο παραμύθι της
Σταχτοπούτας. Παρ’όλο που είχαμε κομβικό ρόλο, όπως μας εξηγούσε, εμείς άλλωστε θα
σημάναμε μεσάνυχτα, απογοητευτήκαμε. Γιατί να είναι η Σταχτοπούτα μία από τις
πιο μεγάλες κοπέλες και να μην φορέσουμε εμείς τα μακριά φορέματα; Και το Ρολόι
πώς θα το χορεύαμε; Αφού είμασταν πολλές…
Θα πω τέλος για το «Open Day» μίας χρονιάς από εκείνες. Άνοιγαμε την
πόρτα της αίθουσας και τα παράθυρα, μεταφέραμε τους πάγκους μπροστά από τους
καθρέφτες, κι οι οικογένειες επιτρέπονταν εξαιρετικά να παρακολουθήσουν ένα
μάθημα. Μαζί με τη δασκάλα μας, εκτελούσαμε την κανονική ροή του μαθήματος αλλά
αυτή τη φορά, αν κάναμε λάθος, η δασκάλα μας δεν μας διόρθωνε. Μας καμάρωναν οι γονείς που γι’αυτούς δεν υπήρχε η ακρίβεια της
κίνησης. Όταν πέρασε η σειρά της τάξης μου, έκατσα στον πάγκο για να
παρακολουθήσω τις μεγαλύτερες κοπέλες
(οι πρώτες νεαρές γυναίκες που γνωρίζαμε στη ζωή μας, σχεδόν απρόσιτες στην
εφηβεία τους, το πιο σοβαρό μυστήριο). Δεν άφηνα από τα μάτια μου τη δασκάλα
μου, η οποία είχε έρθει να καθίσει ανάμεσα στους γονείς. Ήθελα να την
εντυπωσιάζω, διψούσα να της δείχνω πως ακούω όσα μας διδάσκει, και πρόσεχα να
κάθομαι με την πλάτη μου ίσια. Δεν ήλπιζα βέβαια να με
προσέξει μέσα στα τόσα παιδιά, στις μεγάλες χορεύτριες, στους γονείς. Κι όμως,
η δασκάλα μου με διέκρινε. Το θυμάμαι σαν τώρα: Εύγε, Μαίρη μου. Στέκεσαι
σωστά. Την ευθυτενή στάση, την κορμοστασιά που διαλέγεις δυνατή και περήφανη,
βέβαιη στο κέντρο της, την οφείλω στη δασκάλα μου κι αυτό πώς μπορώ να το
ξεχάσω σ’όλη μου τη ζωή.