Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ταυτότητες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ταυτότητες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

And never, never leave the town. [Χαρτιά των Εορτών]



Γράμματα και γραφές παντού πάνω στον ιστό της πόλης. Όπως το λέει ο Joyce, signatures of all things I'm here to read. Κι η ζωή μας ένα κείμενο που γράφεται και ξαναγράφεται, τόσο χαρτί πρώτη φορά μου φαίνεται χαρούμενο κι υποσχόμενο - όχι πια μάταιο, παραπαίον... Μια φωτεινή Κυριακή βόλτα στην πόλη.
Πρώτη φορά συνειδητοποιώ ότι θα αφήσω πίσω μου εκατό τετράδια και τετραδιάκια. Ημερολόγια, σημειωμένες ατζέντες, τρυπημένοι ημεροδείκτες, χιουμοριστικά αφιερωμένες χαρτοπετσέτες, ανοιγμένοι φάκελοι, σπιράλ με ραδιοφωνικές εκφωνήσεις και λίστες μουσικής. Έτσι κάνουν οι άνθρωποι; Θέλουν να γράψουν πάνω στο χαρτί όπως ταγκάρουν παντού την πόλη κι αφισοκολλούν αφίσες για σεμινάρια πάνω σε αφίσες για τσίρκο. Κολάζ του Braque και ντεκολάζ του Wolf Vostell. Οι πρόγονοί μου έτσι έκαναν; Γιατί δεν έχω βρει τεκμήρια; Λες να χάθηκαν τα δικά τους χαρτιά; Το ποίημα του Εμπερίκου, Χαρτιά των Εορτών. Τα δικά μου τι αξία θα έχουν για τα εγγόνια μου - αν ποτέ αποκτήσω παιδιά κι εγγόνια...

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Η δασκάλα μας, Μαίρη Λιάτσου


Υπήρχε μία μεγάλη γοητεία στον τρόπο που η δασκάλα μας κινούταν στον χώρο, αυτό που στα αγγλικά λέγεται to carry oneself. Αδιαπραγμάτευτα ευθυτενής, με μία συνεχή αίσθηση του βάρους της και της βαρύτητας που σ’έκαναν να πιστέψεις πως έπειτα από μια ζωή χορού μπορούσε κανείς να κατακτήσει ένα βάδισμα που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Μικρά κορίτσια, στα μικρά μας ροζ και λευκά κορμάκια, φτάναμε στη σχολή με τους γονείς μας ή με τη γιαγιά μας. Η δική μου, επίσης Μαίρη, απόφοιτος του ίδιου γυμνασίου κι επομένως επίσης «Ανατόλιαν», επίσης ευθυτενής και χαμογελαστή. Επίσης με τα μαλλιά πιασμένα κότσο. Μα τα μαλλιά της δασκάλας μας ήταν μυθικά, πρώτα απ’όλα γιατί δεν τα βλέπαμε. Πάντοτε πιασμένα σ’ένα σφιχτό κότσο στερεωμένο από αόρατες φουρκέτες όπως μόνο οι μπαλαρίνες ξέρουν να στερεώνουν, μαντεύαμε πόσο μακριά να’ναι. Θέλαμε ν’ανακαλύψουμε αν ήταν φυσικά ξανθά, κι αν τα άφηνε ποτέ ελεύθερα (σαν να θυμάμαι μια από τις πιο τσαούσες ανάμεσά μας να την ρωτάει μια φορά το ανήκουστο, κυρία, πόσο μακριά είναι τα μαλλιά σας;). Θυμάμαι ν’αναρωτιέμαι αν στη ζωή της τα βράδια μετά τα μαθήματα στη σχολή έλυνε αυτόν τον κότσο. Ο κότσος της δασκάλας μου μού κέντρισε για πρώτη φορά το ενδιαφέρον για την ιδιωτική ζωή κάποιου. 
 
Κι έτσι, χωρίς ποτέ να ξέρουμε κάτι παραπάνω, έμπαινε στην αίθουσα στις 6, απόγευμα Δευτέρας, για το μάθημα κλασικού χορού (τις Τετάρτες είχαμε τζαζ με τη Μανταλένα, που φορούσε μαύρο παντελόνι κι ήταν νέα και μοντέρνα όπως ταίριαζε στο μάθημα). Ξεκινούσαμε από τις ασκήσεις στην μπάρα κι ένιωθα να φουσκώνω από περηφάνια που μια κυρία που έμοιαζε με τη γιαγιά μου (η οποία μου θύμιζε πάντα, class of ’54 η Λιάτσου, class of ’56 εγώ) μας δίδασκε με συνδυασμό ακρίβειας και αυστηρής καλοσύνης πώς να τεντώσουμε τα coup de pied μας, πώς να περάσουμε από την πρώτη στη δεύτερη θέση και πώς να κρατούμε τους αγκώνες μας σταθερούς αλλά όχι σφιγμένους. Ένιωθα πραγματική ανάταση, σαν να σημειωνόταν ένας θρίαμβος, ήδη, στην παιδική μου ηλικία, όταν ερχόμασταν στο κέντρο για τις υπόλοιπες ασκήσεις, που ήταν πάντα πιο ενδιαφέρουσες. Η αγαπημένη μου ήταν (και πρέπει να το είχε υποψιαστεί η δασκάλα μου που πάντα με επαινούσε σ’αυτό το σημείο) η «μεταφορά βάρους» όπως μας την ανακοίνωνε εκείνη. Θα σας πω όπως ένα παιδί μόνο ξέρει να προσέχει τις λεπτομέρειες ενός προσώπου πως τα χείλη της δασκάλας μας εμφάνιζαν λεπτές, ντελικάτες γραμμές στο πάνω μέρος καθώς πρόφεραν αυτό το «βάρους» κι όπως το δεξί της πόδι άνοιγε από την πρώτη θέση στη δεύτερη εμφανίζοντας το άψογο coup de pied και τα μπαλετικά παπούτσια με τακούνι και την ελαστική σόλα που έδεναν στον αστράγαλο.  Μαθαίναμε πώς να περνούμε από το ένα πόδι στο άλλο, την πιο βασική λειτουργία της ανθρώπινης κίνησης, διατηρώντας την σωστή μας στάση, εκτελώντας την κίνηση με συνείδηση κι αβίαστα.


Με το τέλος των ασκήσεων η δασκάλα μας μάς καλούσε να μαζευτούμε κοντά της. Μοσχοβολούσαν τα καλσόν και η λακ και το ξύλινο τετράγωνο με το κολοφώνιο στη γωνία στο οποίο ελπίζαμε μια μέρα να αξιωθούμε να αλείφουμε τις πουέντ μας μ’αυτό το αινιγματικό βαθύχρωμο κεχριμπάρι. Όπως καθόμασταν συναγμένες γύρω της, καρφίτσωνε σε μια λευκή κουρτίνα που σκέπαζε το τζάμι τις ζωγραφιές μας (έξω είχε πια βραδιάσει και οι γονείς μας – τότε δεν ξέραμε με ποια κούραση απ’όλη την ημέρα δουλειάς- ξανανεβαίναν τα σκαλιά του εμπορικού κέντρου της Σοφούλη για να’ρθουν να μας πάρουν σπίτι). Ζήλευα μια ζωγραφισμένη φιγούρα. Το κορμάκι της ήταν γεμισμένο από στρας, ζωγραφισμένο μ’αυτές τις παχύρευστες κόλλες που δίναν δώρο με τα Polly Pocket. Τόσο φανταχτερά δεν θα επιτρεπόταν ποτέ να ντυθούμε στη σχολή. Ίσως, αν είμασταν τυχερές, θα είχαμε ωραίους ρόλους που απαιτούσαν αστραφτερά κουστούμια στην παράσταση του τέλους της χρονιάς. Ήταν το έτος 1997 και ο ρόλος που μας είχε ανατεθεί ως τάξη, μας ανακοίνωνε τώρα η δασκάλα μας, ήταν το Ρολόι στο παραμύθι της Σταχτοπούτας. Παρ’όλο που είχαμε κομβικό ρόλο, όπως μας εξηγούσε, εμείς άλλωστε θα σημάναμε μεσάνυχτα, απογοητευτήκαμε. Γιατί να είναι η Σταχτοπούτα μία από τις πιο μεγάλες κοπέλες και να μην φορέσουμε εμείς τα μακριά φορέματα; Και το Ρολόι πώς θα το χορεύαμε; Αφού είμασταν πολλές…


Θα πω τέλος για το «Open Day» μίας χρονιάς από εκείνες. Άνοιγαμε την πόρτα της αίθουσας και τα παράθυρα, μεταφέραμε τους πάγκους μπροστά από τους καθρέφτες, κι οι οικογένειες επιτρέπονταν εξαιρετικά να παρακολουθήσουν ένα μάθημα. Μαζί με τη δασκάλα μας, εκτελούσαμε την κανονική ροή του μαθήματος αλλά αυτή τη φορά, αν κάναμε λάθος, η δασκάλα μας δεν μας διόρθωνε.  Μας καμάρωναν οι γονείς που γι’αυτούς δεν υπήρχε η ακρίβεια της κίνησης. Όταν πέρασε η σειρά της τάξης μου, έκατσα στον πάγκο για να παρακολουθήσω τις μεγαλύτερες κοπέλες (οι πρώτες νεαρές γυναίκες που γνωρίζαμε στη ζωή μας, σχεδόν απρόσιτες στην εφηβεία τους, το πιο σοβαρό μυστήριο). Δεν άφηνα από τα μάτια μου τη δασκάλα μου, η οποία είχε έρθει να καθίσει ανάμεσα στους γονείς. Ήθελα να την εντυπωσιάζω, διψούσα να της δείχνω πως ακούω όσα μας διδάσκει, και πρόσεχα να κάθομαι με την πλάτη μου ίσια. Δεν ήλπιζα βέβαια να με προσέξει μέσα στα τόσα παιδιά, στις μεγάλες χορεύτριες, στους γονείς. Κι όμως, η δασκάλα μου με διέκρινε. Το θυμάμαι σαν τώρα: Εύγε, Μαίρη μου. Στέκεσαι σωστά. Την ευθυτενή στάση, την κορμοστασιά που διαλέγεις δυνατή και περήφανη, βέβαιη στο κέντρο της, την οφείλω στη δασκάλα μου κι αυτό πώς μπορώ να το ξεχάσω σ’όλη μου τη ζωή.



Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Δύναμη

You see, a writer tries very hard to see his childhood material as it exists. The nature of that childhood experience is very hard to understand—it has a beginning, a distant background, very dark, and then it has an end when a writer becomes a man. The reason why this early material is so important is that he needs to understand it to make it complete. It is contained, complete. After that there is trouble. You have to depend on your intelligence, on your inner strength. Yes, the later work rises out of this inner strength.

V.S. Naipaul, συνέντευξη στο Paris Review, 1994

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Συναντήσεις αυτές τις γιορτές

23 Δ. 2017, Θεσσαλονίκη (πλατεία Αριστοτέλους)

Αν ξαφνικά μου πουν πως οι πόλεις είναι όντα άψυχα, δεν θα το πιστέψω. Ένα φως καθαρό, υπέροχο, διαλύει την παγωνιά. Έφτασα παραλιακά χωρίς να κρυώσω, παρά τo βοριαδάκι. Τέσσερις κυρίες που μιλούν μια γλώσσα που μοιάζει με γεωργιανά ήρθαν και  κάθισαν δίπλα μου στο παγκάκι. Καπνίζουν. Φορούν ρούχα λίγο πιο καλά. Διαβάζουν τις ταμπέλες στο απέναντι κτίριο: Φροντιστήριο. Έχουν στηθεί καστανάδες και μαλλί της γριάς. Και μια μακρόστενη τέντα που γράφει Απόδραση στους Παγετώνες. 
Το αίνιγμα της επιστροφής: παλιά τετράδια, φωτογραφίες σε φακέλους, φωτογραφίες σε άλμπουμ, το δωμάτιό μου που βαραίνει με πράγματα παλιά, έγγραφα. Ο χρόνος που γίνεται αίφνης ψηλαφητός. Συσσωρεύεται σε μια γωνιά σαν τη σκόνη. Τόσο απλά, κοινά.
Νέοι που ζουν με τους γονείς τους, φορούν τη σάκα που έμεινε από το λύκειο, αυτοκίνητα από κοινού, αγόρια που μεγαλώνουν. Από τις σπουδές γυρνούν στο πατρικό. Λογιών λογιών επιστροφές κι όμως μία.
Ελατάκι που στερέωσαν στην πλατεία (ο Τσέχωφ για τα έλατα στον Βάνκα: "Τα νεαρά έλατα, σκεπασμένα με πάγο, στέκονταν ακίνητα, περιμένοντας να δουν ποιο θα πέθαινε".)Προσπαθώ να κοιτάξω καλά, να παρατηρήσω, να επωφεληθώ από το βλέμμα που'χει ξεσυνηθίσει. Να καταλάβω κάτι περισσότερο για τον τόπο που αλλάζει. 
Σκονίστηκαν κι άλλο οι πράσινες τέντες. 
Στον γερανό στο λιμάνι κρέμασαν μια ελληνική σημαία. Φαίνεται ωραίο το λιμάνι μας.
Να παρατηρήσεις, να δεις, να πεις απλά...
Ξαφνικά πείνασα. Σου ανοίγει την όρεξη ο γυρισμός.
Να πεις απλά.
Μου άνοιξε η όρεξη, ναι.
"Μεταφορές - μετακομίσεις Ακύλας Τσάνταλης"
Signatures of all things I'm here to read.
Θεσσαλονίκη - Δουβλίνο
Το πνεύμα μιας πόλης που όλο θα διαφεύγει...
Ίσως ο χαρακτήρας, θα νόμιζε κανείς, solidifies on the waterfront, όταν φτάνει στο παραλιακό όριο.
Κοιτάζω προς τα πάνω, ανάμεσα στα κτίρια του Eμπράρ και του Ποζέλι, εκεί που η πόλη σκαρφαλώνει. Πρέπει να δεις τόσο ώσπου να σου φανερωθούν κι αυτά που καταργήθηκαν. Που αποκόπηκαν.
Κι αυτά που πέρασαν. Η σκόνη, τα μικροσωματίδια που έμειναν απ'όσους πέρασαν.

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Λίγο

Στο διάλειμμα από τη δουλειά τρώω βλέποντας συνεντεύξεις συγγραφέων στο youtube.  Σήμερα ο Ishiguro. 
Ξέρετε πώς ήταν την εποχή πριν εφευρεθούν τα αεροπλάνα; Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να φτιάξουν μηχανές που πετούν. Κι έμοιαζαν αυτές περίεργα κι αδέξια κατασκευάσματα. Έτσι νιώθω κι εγώ. Στην πίσω αυλή του σπιτιού μου προσπαθώ να φτιάξω μια μηχανή που θα πετάει. 
Την απογείωση και τον αποχωρισμό από τη γη προσπαθούν οι συγγραφείς, σκέφτομαι, και τα λεπτά του διαλείμματος σώζονται ένα ένα. Ο Καλβίνο που μιλάει για την περίφημη ελαφρότητα ως αξία και την ποίηση του Cavalcanti. Να'μαστε σαν πούπουλα σ'αυτή την επαφή και χημεία που λέμε ζωή.
Βιαστικές σημειώσεις στην χαρτοπετσέτα που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με τη  βαρύτητα, με την επανάληψη, με την αυτοματοποιημένη κίνηση και τους ώμους και την ωμοπλάτη που σφίγγουν... Όπου να΄ναι το ξυπνητήρι θα χτυπήσει. Θα επιστρέψω. 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Nathalie

SARRAUTE
I think that in every book we put a lot of experience that we have ourselves lived more or less, or imagined ourselves, that there is not a single book that doesn't contain an experience. Even with Kafka. Kafka didn't live The Trial, but there is a whole universe in which he lived, which was close to him and which he translated inThe Trial, or The Castle. It's a transposition; it's a metaphor for something that he felt very strongly, and that we all feel as well.

INTERVIEWER
But it seems sometimes there is a sort of mistrust of autobiography.

SARRAUTE
When it's a real autobiography. That is, one wants to display everything one has felt, how one has been. There is always a mise en scéne, a desire to show oneself in a certain light. We are so complex and we have so many facets, that what interests me in an autobiography is what the author wants me to see. He wants me to see him like that. That's what amuses me. And it's always false. I don't at all like Freud and I detest psychoanalysis, but one of Freud's statements I have always found very interesting, and true, is that all autobiographies are false. Obviously, because I can do an autobiography that will show a saint, a being who is absolutely idyllic, and I could do another that will show a demon, and it will all be true. Because it's all mixed together. And in addition, one can't even attain all that. When I wrote Childhood, I stopped at the age of twelve, precisely because it's still an innocent period in which things are not clear and in which I tried to recover certain moments, certain impressions and sensations. 

Nathalie Sarraute, The Art of Fiction No. 115

Interviewed by Shusha Guppy, Jason Weiss; Paris Review

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

American fall


Wildly polysemic, ο Πικάσο κι ο Ματίς, κι ο Μαλαρμέ. Η περιπέτεια των ιδεών, η δύναμη της σκέψης. Σημειώσεις στα σπιράλ τετράδια, utopian 'nowhere' and 'no time', modernist irony, primeval wonder and Dionysian ecstasy. Σπουδές που στη δική μου χώρα δεν βρήκα, και που τώρα πλαισιώνονται από τη φύση που κάποτε, πριν δυο χρόνια, φανταζόμουν μακρινή, σκληρή και ξένη. Και που τώρα προσφέρεται ως η μόνη. Το μόνο εύφορο έδαφος,  που θα αγαπήσω κι ίσως έπειτα από χρόνια να μην θελήσω να αφήσω. Χρειάστηκε μια Αμερική κι αρκετά δολλάρια για να μάθω τι θα πει επανάσταση. Αυτό είναι το κρίμα της Ελλάδας: άξιον εστί το φως της Μεσογείου, του οποίου φανήκαμε απ'άκρη σ'άκρη ανάξιοι.

Το Φθινόπωρο είναι όμορφο εδώ. 

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, Γιώργος Σεφέρης

Αγαπητέ Στράτη, 

[...]

Συχνά θυμούμαι το πάθος που σε είχε πιάσει να γυρίσεις. Δεν ήθελες ν'ακούσεις κανέναν. Έλεγες πως δεν υπάρχει άλλη σωτηρία, πως σου λείπει το χώμα. Όμως το χώμα υπάρχει εκεί που μπορούμε να δουλέψουμε, νομίζω. Εδώ είμαι ξένος κι όμως ελπίζω κάτι να κάνω· πώς να γίνει αυτό στην Ελλάδα όπου καταστρέφουν τα πάντα σαν τις ακρίδες; Εσύ, νομίζω, μου το έγραφες...



Ημερομηνία συγγραφής: γύρω στα 1928
Ημερομηνία πρώτης έκδοσης: 1974

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Κάπου υπάρχει η αγάπη μου

Και ντάξει, τώρα μου ήρθε αυτό επειδή το 'τραγουδούσα' χθες σε κάποια φάση. Ωραία φάση ήταν. Ντάξ, περί ορέξεως, εμένα μ'αρέσει όπως το λέει η Αρβανιτάκη αλλά και η Μούσχουρη Μούσχουρη είναι. ΧΑΤΖΙΔΆΚΙΣ. Τέλος.

Τραγούδι - ταυτότητα, έτσι; Σαν τη φράση πιστά και φευγαλέα. Ή σαν το σεφερικό (μετάφραση Keeley) by the taste of brime. Ή σαν εκείνο του Έλιοτ από το Love Song: Do I dare to eat a peach? (Όχι. Γαμώτο.)