Καλησπέρα σας. Θα γράψω αυτό το κείμενο σαν ραδιοφωνικό εκφώνημα. Καλησπέρα σας, κι ο βόμβος της πόλης, η τύρβη, οι λέξεις. Καλησπέρα σας από το κέντρο της Αθήνας, οδός Φιλελλήνων γωνία με Ναυάρχου Νικοδήμου. Να ζήσουν οι μέρες σαν κι αυτές! Αναπνέω ξανά. Στο μπαλκόνι αυτό. Όλοι δηλώνουν σε κατάθλιψη, και είναι, κι εγώ φωνάζω πως αναπνέω. Δεν θέλω να γυρίσω στο Λονδίνο! Να πάει να καεί. Απαίσια πόλη. Απαίσια. Γράφω και ζητώ την καταστροφή - περπατώ εκεί και ζητώ την καταστροφή! Αν είναι να μου ταιριάζουν τα μικρά, ας έχει. Δεν θέλω πολλά πράματα φαντάζομαι. Δεν το ξέρω διότι λαμβάνω όλη την οικονομική στήριξη από τους γονείς μου. Όμως φαντάζομαι πως δεν θέλω πολλά πράματα. Σήμερα στηλώθηκα. Επισκέφτηκα το ΕΛΙΑ και διάβασα χειρόγραφες επιστολές της Βακαλό. Μετά έκανα μάθημα Ισπανικών με τον Χ. στο “Θερβάντες” όπου δεν ξέρω κι εγώ για πόση ώρα στροβιλιζόμουν σε μια δίνη λέξεων, που δεν χρειάζονται υπεράσπιση, από τον Λόρκα και τον Θερνούδα. Και μετά μεσημεριανό στη γωνία Νίκης με Ναυάρχου Νικοδήμου, σκηνικά από τον Καβάφη. Μετά βόλτα στον Εθνικό Κήπο. Στο Θρόνο της Αμαλίας, την πέτρα απ’όπου αγναντεύεις το Θησείο, δυο κοπέλες φιλιόντουσαν. Και μετά ο τσολιάς της Προεδρικής Φρουράς, το μουστάκι του και το τσαρούχι του, και μετά η στεγνή Ισπανική κρήνη, αλλού τα νερά κελαρύζουν, στα αυλάκια πιο πολύ, όπου έχουν πέσει νεράντζια στους μικρούς αυτούς καταρράκτες. Τι σημασία έχει αν γράφω καλά. Απόψε αισθάνομαι. Γύρισα πριν από λίγο αφού αγόρασα μερικά φρούτα. Άκουσα έναν άνδρα, ψηλό και μελαχρινό, να λέει πόσο ζουμερά είναι αυτά τα μανταρίνια που του δώσανε. Καθώς έβαζα δυο “γκόλντεν” στη σακούλα, του είπα, με συγχωρείτε, ποια είναι αυτά τα μανταρίνια που είπατε; Μου φάνηκε πως ξαφνιάστηκε, μετά μου τα έδειξε. Μεγάλα, πλακουτσωτά, με μαύρες κηλίδες, δεν σου γεμίζουν το μάτι με τίποτα. Εγώ είμαι μανταρινάς, μου κάνει, αυτά είναι πολύ ζουμερά. Έβαλα τέσσερα πέντε στη σακούλα, διάφορα μεγέθη, τα πασπάτευα πρώτα, όλα ήταν με σκληρή φλούδα όπως τα φανταζόμουν. Ο τύπος είπε στη μανάβισσα, από την κοπέλα θέλω ποσοστό, κι εκείνη κάτι είπε πως τότε είναι που θα την βάλει μέσα η εφορία μια και καλή. Η κυρία μπροστά μου ζητούσε ένα ώριμο μάνγκο για αύριο το πρωί, μα δεν είχαν, αποκρίθηκε η μανάβισσα, το΄δωσαν και το τελευταίο καλό. Πλήρωσα κι εγώ, κι ο άνδρας μου’πε, καλοβράδυ. Καλοβράδυ. Καλή διασκέδαση. Διασκέδαση; ρώτησα κι έφυγα πρώτη φορά με ερώτηση. Τέλος πάντων, τώρα ανέβηκα στο δωμάτιο με όρεξη πολλή να γράψω, να αναπνεύσω, να μείνω για πάντα εδώ, στην άνοιξη αυτή της γλισίνας και της νεραντζιάς. Να γράψω ένα χρονογράφημα για την πόλη που όλοι λένε, και το βλέπω κι εγώ, πως μαραζώνει. Και θα ήταν λανθασμένο, επιβλαβές μάλλον, να πεις ρομαντικά πράματα για αυτήν την πτώση. Μα έλα που μέσα σ’αυτό το χάος υπάρχει τόση ποίηση. Σ’αυτό το ακανόνιστο πράμα, τώρα θα γεννηθεί μπόλικη ποίηση, τώρα γεννιέται και γίνεται. Όχι κατά παραγγελία όπως μάς θέλουν διάφοροι σταλινικοί κι ανέραστοι υπουργοί, μα γιατί το πράμα πάλλεται. Έρχομαι από μια μητρόπολη στείρα. Που δυστυχώς έχει δώσει τα ακανόνιστα της προς όφελος μιας ζωής πιο κατανομημένης, που φαινομενικά κυλάει. Μα εμένα δεν μου φαίνεται πως κυλάει, το αντίθετο μάλλον, μου φαίνεται πως μαγκώνει σε κάθε αναποδιά. Κι αναποδιές συμβαίνουν. Δεν φτάνει το λεωφορείο στα πέντε λεπτά που θέλαμε και μας χαλά η μέρα, δεν κοιτάμε πια κανέναν. Ίσως να ακούγομαι σαν να γράφω από το 1821. Αλλά να πούμε και κάτι: και στο 2016 που φτάσαμε, βλέπω πως κάνουμε τρία πράματα λιγότερο απ’ό,τι παλιότερα: σπάνια διαβάζουμε ενότητες κειμένου, παρά μόνο θραύσματα, ένα· σπάνια γράφουμε, παρά μόνο κατευθείαν στο δημόσιο μάτι, στη βιαστική ανάρτηση, δύο· και τρία, σπάνια μας βλέπω να κάνουμε αυτό που λέμε ωραία στα αγγλικά “come together”. Ο καθένας μόνος του κυρτός. Περνούν οι μέρες μας έτσι. Δεν νομίζω πως είμαι εγώ η οπισθοδρομική… Βέβαια, πόσο να αντισταθεί κανείς σε παγκόσμιες ταχύτητες που μοιάζουν πια τετελεσμένες. Γιατί γράφω, θέε μου; Να ζήσω σ’άλλους καιρούς πριν το ίντερνετ δεν μπορώ. Να ζήσω σ’άλλη χώρα, αν το θέλω, μπορώ. Και αν δεν είχα στερηθεί οικειοθελώς την Ελλάδα για τέσσερα-πέντε χρόνια τώρα, αυτά που λέω δεν θα τα’λεγα το πιθανότερο. Θα πρέπει να διαλέξω. Έχω η ίδια ευθύνη πια. Κανείς άλλος. Βλέπω τι λένε όλοι: εδώ δεν υπάρχει μέλλον. Φύγε όσο έχεις καιρό. Ή, στην χειρότερη, κάνε τη ζωή σου έτσι ώστε να μπορείς να έρχεσαι. Να έρχεσαι. Αέρας αρωματισμένος, με ζεμυαλίζει απόψε. Κατάλαβα και τη μαμά μου από το τηλέφωνο, με το που άρχισα να της λέω για τα λουλούδια και την άνοιξη που την νιώθεις, θα κούνησε το κεφάλι και είπε κάτι, πως, σαν την άνοιξη της Αθήνας δεν έχει, με μια νοσταλγία που δεν θα την περίμενες από μια γυναίκα που έχει δει κι αποδεί τα τελευταία πέντε έξι και βάλε χρόνια μες στην ελληνική πήχτρα. Μα έτσι ζούμε. Δεν ξέρω. Διάλεξα να πάω στην Αμερική γιατί με έπνιγε το σχολείο, δεν ήθελα με τίποτα το ελληνικό πανεπιστήμιο, και διαισθανόμουν μια εξαίσια μεγαλότητα, πώς να πω, άπλα, εκεί έξω. Και την βρήκα! Μα τω θεώ. Μα βρήκα μαζί και την πρώτη χώρα. Και μετά στο Παρίσι… Στο Παρίσι ερωτεύτηκα τη λογοτεχνία, επιβεβαιώθηκα πως έχω τα πάθη μου μέσα στη γλώσσα. Βρήκα ανθρώπους που ένιωθαν αυτόν τον παλμό στο σώμα τους! Ίσως στο Παρίσι να πρέπει να καταλήξω. Αθήνα Παρίσι για μένα είναι το ίδιο, αλήθεια. Σε πόσους θα ακούγεται παρανοικό αυτό, επικίνδυνο στην αφέλειά του. Εξιδανικεύω - λέξη που χρησιμοποίησε ο Χ. σήμερα. Ο Χ. κι ο Καβάφης. Να διαβάσω τον ποιητή, φυλάει τις απαντήσεις, όχι με έναν τρόπο κρυμμένου θησαυρού ή εργαλιακής γνώσης, θέε μου, όπως θα το ήθελε ο υπουργός, μα με μια κάψα ζωής και της δοκιμασμένης τέχνης. Τέλος πάντων, γράφω έτσι, πολύ απλά, σημειώσεις μιας νύχτας που θέλω να μείνει. Μέσα βαθιά στη γλώσσα, ελληνικά κι ισπανικά ακόμη, στα δρομάκια, στις σκιές, τα πλακόστρωτα, το γέλιο αυτό στον δρόμο, η Φιλελλήνων κι έπειτα η Συγγρού. Αν είναι να μας φάει το μαράζι, η προσφορά μου δεν θα μπορούσε να’ναι αυτός ο ενθουσιασμός; Αναρωτιέμαι με το χέρι στην καρδιά. Το ζήτημα του βιοπορισμού μπαίνει εδώ, τι θα κάνω για να ζήσω γαμώ το κεφάλι μου; Κάτι θα βρω. Το Γαλλικό Ινστιτούτο, το ένα τ’άλλο, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα αν δεν τα γαμήσει ο Φίλης. Δίνουμε την χώρα σε άλλους. Δεν πρέπει. Χίλιες λέξεις μονορούφι έγραψα. Ο ανθοπώλης από κάτω ξεφορτώνει το αγροτικό του και βάζει τις γλάστρες μέσα στο μαγαζάκι του. Μάλλον θα κλείσει για απόψε σύντομα. Κέντρο απόκεντρο. Όχι πολλά, μια ήσυχη, γι’απόψε, ευτυχία.
Φωτογραφία αποσπάσματος από επιστολή της Ε. Βακαλό στον Θράσο και την Ελπίδα Καστανάκη. Η ποίητρια γράφει (δυσανάγνωστα), Τι να γίνη όμως. Θα φέξη πάλι. πηγή: ΕΛΙΑ
πολύ ωραίο.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαληνύχτα-καλή τύχη!
Ένα μνημείο λέξεων και ιδεών , σευχαριστούμε που υπάρχεις και μοιράζεσαι μαζί μας όλα αυτά .
ΑπάντησηΔιαγραφήτάδε έφη μούμια