Ώ πώς πέρασε η ώρα! Έτσι δεν τελειώνουν κάποια ποιήματα, με την κατακλείδα να σημαίνει σαν ρολόι το πέρασμα μιας ώρα που -αλίμονο- έγινε ζωή. Στάθηκα στη γέφυρα απόψε στο σούρουπο, έτυχε να περνώ, και σκέφτηκα να παίξω με τη φωτογραφική του κινητού μου. A, στην αρχή, αδιάφορες, εικόνες, δεν έδιναν κάτι. Μα το φως άλλαζε, φυσικά, βράδιαζε. Με κομμένο το στομάχι, αόριστα, χωρίς λόγο κι αιτία, από κάποιο ennui κι απ'τους φίλους που λείπουν στην εξοχή - μέχρι που έστρεψα την κάμερα και προς εμένα, αν κι η έκφραση αυτή είναι πια παρωχημένη. Πάτησα 'front facing' και κάτι κουνήθηκε, χωρίς τον εξωγενή ήχο. Απτική ανάδραση. Με κλαρίνο και τουμπερλέκια μια παρέα κάτω από τη γέφυρα αυτοσχεδιάζουν. Τους πλησιάζω. Μακάρι να μπορούσα να σας πω για τον κλαρινετίστα. Μια Ήπειρος κι ένας Eric Dolphy μαζί. Η σωτηρία μου θα'ναι αν γράφω, αν από κει πιαστώ. Le malaise, από το πολύ ίντερνετ. Καταναλώνουμε τις ζωές των άλλων δίχως σκέψη και συμπόνοια ποτέ. Να'ναι καλά ο Τσαγκαρουσιάνος που γράφει γι'αυτά τα φαινόμενα, τολμάει να πει για τη λίγη μας ζωή και κάπως όλα απαλύνουν. Τι λόγο έχω - ένα φωταγωγημένο bateau mouche μόλις περνάει και μας κάνει όλους να λάμψουμε, παιδιά καθισμένα στην όχθη, les amoureux des bancs publics. Ω θέε μου. Εδώ που είμαι αυτό που κάνω. Ένα ακόμη μπατώ μύγα αυτή τη φορά σκοτεινό με πορτοκαλιά φώτα, οι επιβάτες στο κατάστρωμα μιλάνε κινέζικα. Γιατί γράφεις; Ποιος στο'πε; Ποιος δαίμονας ή ποιος ψυχίατρος. Σκέφτομαι το αυτοπορτραίτο μου. Σκυθρωπή μα σοβαρή μα μόνη. Πέρασε ένας χρόνος και κάτι, ήμουν και πέρσι εδώ. Ήμουν και πρόπερσι - μα όχι το καλοκαίρι. Ναι, αν μπορούσα να σας πω τι βάλσαμο είναι αυτή η μουσική τώρα. Δίσκος της ECM μα καλύτερα! Και το αεράκι... Ομορφιά που δεν σου επιβάλλεται. Τώρα ένα μπατώ μύγα disco! Privé party. Η ποπ του μας καλύπτει. Αν είχα λίγο, έστω λίγο, από το ταλέντο του Κορτάσαρ, ή της Κλαρίς.
Μα από την άλλη έζησαν κι αυτοί πριν την ωμότητα αυτή: ίντερνετ, όπλα, συνδεσιμότητα, φωτογραφημένα κι αναρτημένα φεγγάρια. Ποια πανσέληνος: το τηλεφώνημα από την Ελλάδα. Η Νίκη στο Ντακάρ - πόσο την σκέφτομαι.
Η παρέα μου. Τώρα πια νύχτωσε. Οι μουσικοί έχουν περάσει σε μια παραλλαγή του θέματος - σουρούπωνε αργά, στην άκρη του
μπεντίρ το πρώτο χτύπημα και το
δεύτερο, μαλακά, στο κέντρο.
Σαν να είμαστε εκεί , βλέπουμε τον Σικουάνα και ακούμε τις ωραίες μουσικές το Παρίσι είναι ένα και μοναδικό .
ΑπάντησηΔιαγραφήτάδε έφη Μούμια