π ο ι ή τ ρ ι ε ς & μ έ ρ ε ς // Λεωφόρος Εξοχών
Υπάρχει μια ποιήτρια που λέει « ηλικία » διαφορετικά από τους άλλους: η Βακαλό. Κι υπάρχει μια άλλη Ελληνίδα ποιήτρια η οποία λέει την ηλικία, το ημερολόγιο και τις μέρες διαφορετικά απ’όλους τους άλλους: είναι η Μαρία-Λουκία Χατζηλαζάρου, αλλιώς Μάτση. Όπως προτρέπει η Yourcenar (Αrchives du Nord), με τη φαντασία μου βρίσκω τα ιστορικά στοιχεία και φτιάχνω τη βιογραφία της Μάτσης στο Παρίσι. Έχω την εντύπωση πως έμενε για ένα διάστημα στην οδό Vaugirard, όπως κι ο Κορτάσαρ (έτσι κι αλλιώς αυτός ο δρόμος είναι ο πιο μακρύς της πόλης και διασχίζει το δυτικό κομμάτι της Αριστερής όχθης πέρα ως πέρα). Κι η Yourcenar… που αφιέρωσε το Nouvelles Orientales στον Εμπειρίκο. Άραγε να γνωρίζονταν μεταξύ τους οι γυναίκες;
Η Μαργαρίτα Καραπάνου είπε σε μια συνέντευξή της στον κυριολεκτικά μονάδικο και πολύτιμο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο ότι έβγαινε να γράψει στα καφέ στο Παρίσι διότι η μοναξιά στην οποία καταδύεσαι όταν γράφεις πρέπει να αντισταθμίζεται από λίγη κοινωνία γύρω γύρω. Αλλιώς τα βάθη γίνονται επικίνδυνα…
Η Μάτση γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στο νεοκλασσικό της λεωφόρου Εξοχών, σημερινή Βασιλίσσης Όλγας. Όλες αυτές οι γυναίκες έζησαν στο Παρίσι. Δεν έμαθα καμία από αυτές τις ποιήτριες στο σχολείο. Δεν ήξερα πως υπήρχαν ως μοντέλα, ως πρότυπα, ως τρόποι - τρόποι έκφρασης. Θερμαϊκός. Μια γυναίκα που γράφει, τι ζωή διάγει; Πώς μοιάζει; Τι σύνταξη διαλέγει, ποιο ένστινκτο φανερώνεται και ποιο όχι. Βρίσκει το στόμα της στραβό όταν κοιτάει στον καθρέφτη;
Crude sunlight on her lemon streets, γράφει ο Τζόυς για το μαχμουρλίδικο Παρίσι όταν ξυπνάει, και το φαντάζεται γυναίκα. Tu m’abysses, γράφει η Μάτση, ευχή μιας γλώσσας. Να υπάρξει μια επικράτεια. Εκεί μέσα θα κατοικήσουμε. Ό,τι μας αρνήθηκε θα το βρούμε στη γλώσσα. Τρικυμία και γαλήνη. Η γλώσσα ευτυχώς μεταφέρεται. Έζησαν μακριά από την πρώτη χώρα μα έφεραν (από το « φέρω », όχι μόνο από το « φέρνω ») το ιδίωμα. Θα σήκωσε το κεφάλι μια στιγμή και θα πρόφερε τη λέξη χαμηλόφωνα, να την ακούσει, να δει αν όντως λέγεται, ή αν έχει μεταλλαχθεί στον καιρό της απουσίας της, βόρειο φως έφτανε στα χέρια της. Όταν θα γύρισε στη Θεσσαλονίκη για λίγες μέρες, κάποια Χριστούγεννα, μια φίλη θα της είπε, όχι κακοπροαίρετα, αυτό είναι « αγγλισμός » ή « γαλλισμός », ή η προφορά σου σαν να χορεύει, να χοροπηδά, ελαφριές παρατηρήσεις, ραπίσματα. Και πάλι ο Τζόυς: ο μεγάλος Δουβλινέζος. Σιωπή, εξορία κι εξυπνάδα. Έγραφε για το Δουβλίνο από μακριά. Συνέθεσε ολόκληρη Οδύσσεια και την έθεσε και την άφησε να εκτυλίσσεται μέσα στα τείχη της πόλης του. Έγραφε από μακριά κι επιπλέον σε μια γλώσσα που δεν του άνηκε απόλυτα. Με το τρέμουλο και την καλή αλαζονεία του περιθωριακού, του ξένου. Με τι κατάνυξη που « πρόβαρε » τις λέξεις στην Ξανθούλα ο Διονύσιος Σολωμός, όπως είχε σημειώσει η Δήμητρα Γαλάνη σε μια πρόσφατη συναυλία της…
Ένα παιχνίδι - ένα παιχνίδι ατέλειωτης απόλαυσης είναι η Λογοτεχνία. Η χώρα είναι η γλώσσα. Πέφτει μαλακό κι ευεργετικό το φως στην άκρη του τετραδίου και το νερό δροσερό, το προσφέρουν στα μεσογειακά στενόλαιμα ποτηράκια.