11 Σεπτεμβρίου 2016
Παρίσι
23 χρόνων
This world will no longer concern you…
(William Blake quoted in Dead Man )
Καλησπέρα. Η ώρα είναι εννιά και μισή το βράδυ. Έχει πλέον νυχτώσει αλλά είναι φρέσκο ακόμη το χρώμα. Κάθομαι μπροστά από το παράθυρο που βλέπει στο εσωτερικό, μεταξύ των πολυκατοικιών. Ακούω τις ομιλίες των ενοίκων. Από το άλλο παράθυρο, ο ήχος που κάνουν τα μαχαιροπίρουνα, και μια ελαφριά μουσική. Ξέρω πως ξοδεύω τη ζωή μου με το facebook και το αφηρημένο σκλοράρισμα, όμως απόψε δεν θα στενοχωρηθώ. Ο εφιάλτης των ημερών, οι «τρομοκράτες». Συνέλαβαν τρεις γυναίκες που σχεδίαζαν να «χτυπήσουν» την Gare de Lyon. Αφορμή ένα φορτηγάκι χωρίς πινακίδες κοντά στην Παναγία των Παρισίων. Μετέφερε φιάλες πετρογκάζ. Δίνω το στίγμα των ημερών. Χάσιμο χρόνου και φόβος - και η όμορφη πόλη των γειτόνων.
Στο φούρνο έχω ένα κοτόπουλο - συνταγή υποτίθεται à la provençale, αν και μου λείπουν τα μυρωδικά (δεν βρήκα θυμάρι και rosemary στο Franprix). Μία κόκκινη πιπεριά, γενναίες δόσεις από τα κρεμμύδια αυτά τα μικρά τα ιδιαίτερα της Βρετάννης, ντομάτα, αλάτι, πιπέρι. Για το μεσημεριανό μου αύριο, θα το συνοδέψω με κους κους με σταφίδες.
- ‘’ - ‘’ -
Να μην αμελώ να γράφω ακόμη κι όταν είμαι μουρτζούφλα. Κάθομαι με δυο προηγούμενα τετράδια πάνω στα πόδια μου (2015 και 2013). Θησαυρός, ακόμη κι αν το κείμενο ατόφιο δεν κομίζει μια νέα λογοτεχνία. Δεν έχει σημασία. Ίσως στην περίπτωση αυτή, των γραμμάτων και των τετραδίων, να έχει σημασία η κατάθεση, ή το ξόδεμα του μελανιού και του χαρτιού. Το ένα χαρτί πάνω στο άλλο, με το που στεγνώνει το μελάνι. Και στο τέλος δεν μένει παρά η ανησυχία για τον χρόνο που περνά και η ημερολογιακή ένταση.
- ‘’ - ‘’ -
Πολύ μικρή η ζωή. Σκέφτομαι αυτά τα δοκίμια που θέλω να γράψω: θα πρέπει το θέμα να με συνταράζει, αλλιώς δεν θα είναι καλά. Κι έτσι σκέφτομαι, λοιπόν, πως έναν άξονα θεματικό που δεν θα βαριόμουν εύκολα είναι η αγάπη που είχα κι η νοσταλγία γι’αυτά που ποτέ δεν κάναμε. Σ’όλα τα τετράδια το ίδιο. H καταραμένη στιγμή της άρθρωσης με φυλάκισε μέσα σ’ένα συναίσθημα ολοκληρωτικά…
μέχρι που συναισθηματοποιήθηκες για μένα ολόκληρο
(Να τι λείπει στο δωμάτιο - όλο το απόγευμα τακτοποιούσα τα βιβλία που έφερα από το Λονδίνο, τα ρούχα θα τα κάνω απ’αύριο. Λείπει ο ΚΑΒΑΦΗΣ. Θα σκέφτηκα πως θα τα βρω όλα στο πολύ ενημερωμένο σάιτ, mais ce n’est pas la même chose).
Τον νοσταλγώ ακόμα. Πολύ περίεργο.
(Με ποιον πρόσφατα έτυχε και συζητήσαμε μια promiscuity; Α, με τον Zach, τον Αμερικάνο συμφοιτητή μου από το Λονδίνο που’ρθε ταξίδι στο Παρίσι για το σ/κ. Κι εκείνος είχε αγαπήσει τον πρώην του πολύ, και συνεχίζει να ζει κανονικά, να βρίσκεται με ραντεβού από το tinder, κλπ.).
Μελάνι. Ας το πούμε έτσι. Γράφω γιατί θ έ λ ω αυτή την κατευναστική κι άγρια ροή. Γράφω με ορμή, αλλά και με φόβο. Αν μη τι άλλο, δεν γράφω με δόλο ή -προς θεού- με μισή καρδιά. Γράφω χωρίς σχέδιο. Γράφω με τη λαχτάρα μου. Γράφω γιατί είμαι δω κι είχα πει πως εδώ θα γράφω. Γράφω γιατί είμαι μόνη. Γιατί νοσταλγώ προς χίλιες δυο κατευθύνσεις - τις ζωές που γνώρισα κι αυτές που φαντασιώνομαι. Ευτυχώς ισορροπώ μεταξύ τους. Γράφω γιατί τα παιδικά μου χρόνια (τι άδικη έκφραση μέσα στη banalité της) ήταν άπλετα ευτυχισμένα. Τώρα που μαγείρευα σκεφτόμουν τα βράδια με την Ντίνα στον 3ο. Η γιαγιά μάς τηγάνιζε αυγά, ο παππούς πρώτα θα μας ρωτούσε τι θέλαμε για βραδινό. Μέχρι να ετοιμαστούν, καθόμασταν στην τηλεόραση - κι έπειτα σηκωνόμασταν και καθόμασταν οι τέσσερίς μας στο τραπέζι, μια άλλη, μια ακόμη, μια οικογένεια. Παππού μου, τι βασίλειο μάς χάρισες. Ροδάκινα, βερίκοκα, αχλάδια, ελιές, το χέρι σου στο άκακο στόμα της Μπλόντι, γελάει, λες, το σκυλί όταν ανοίγει τις σιαγόνες του κι αυτό το κατακόρυφο χαμόγελο μού παίρνει καιρό να το αντιληφθώ μα άπαξ και το δω, ναι, το σκυλί μού χαμογελάει. Κουνάει, βρε, την ουρά του. Χαίρεται. Δες τη μουσούδα του, είναι υγρή; Αυτό σημαίνει πως είναι υγιές. Και τι φόβος από τότε άμα τύχει κι η μουσούδα της είναι λιγότερο υγρή. Παππού, η μουσούδα είναι υγρή τώρα; Μήπως είναι ξερή; Δεν ήταν πολύ υγρή. Αλλά ο παππούς μου’πε πως ήταν εντάξει.
«Η σάκα γι’αύριο έκλεισε;»
Εδώ δεν γράφω με ορμή, μα με προσοχή. Να καταγράψω με ακρίβεια τον τρόπο. Μάλλον: «η σάκα για αύριο έκλεισε;». Δεν έκανε εκθλείψεις φωνηέντων, δεν θα έσυρε το λόγο χωρίς λόγο. Κι εκεί η κυριολεξία της αδερφής μου πόσο διέφερε από τη δική μου. Η Ντίνα είχε κουμπώσει το κουμπί της τετράγωνης τσάντας της (με το χαρακτηριστικό κλικ της) κι έτσι περήφανη έλεγε πως ναι, είχει κλείσει η τσάντα κι ήταν έτοιμη για «αύριο» («για την επομένη» ίσως να πούμε τώρα, στη δεύτερη κάμαρη του χρόνου). Στο γραφείο μου, από την άλλη, τα βιβλία και τα τετράδια ήταν αραδιαστά, θα τελείωνα και την τελευταία άσκηση αφού γυρνούσαμε στο σπίτι, και θα τα’βαζα όλα πραγματικά μέσα στην τσάντα το επόμενο πρωί, πριν ίσως απ’το πρωινό. Μα κατά κάποιον τρόπο (κατά κάποιο σχήμα λόγου) η τσάντα είχε ήδη κλείσει, κι αφού ήμουν έτοιμη για την αυριανή μέρα μαθημάτων απαντούσα κι εγώ με την κατάφαση της Ντίνας, όχι όμως χωρίς μια ελαφριά, σταθερή ενόχληση πως δεν απαντούσα όσο ίσια όσο η αδερφή μου.