Και βέβαια όσο πλησιάζουμε το Παρίσι τόσο πληθαίνουμε μέσα στο τρένο. Λιγοστεύουν οι θέσεις. Κόλλησα στο παράθυρο. Αναζήτηση των εκτάσεων που ανοίγονται - ακόμη και τις πινακίδες και τα σήματα μέσα στις κωμοπόλεις δεν έχω την υπομονή να τις διαβάσω. Αχ γράφω πάλι με τα μάγουλα που καίνε από την κούραση (γλυκιά, που προήλθε από περπάτημα και προσοχή στον άλλον... Στον καθεδρικό, ο ξεναγός μάς εξήγησε το βιτρώ όπου ο Χριστός αφηγείται στους Φαρισαίους την παραβολή για τον Καλό Σαμαρείτη - τι θα πει ο πλησίος) και γράφω επίσης με μια ασίγαστη, περήφανη κι ανυπόταχτη γενναιοδωρία για τις μέρες. Δεμένη από παντού κι από πουθενά. Σούρουπο, νυχτώνει. Νιώθω πως βρίσκομαι στις κορυφές διάφορων γλωσσών με μια καινούρια ευελιξία που μου επιτρέπει να κινούμαι αναμεταξύ τους. Δύναμη λες και μέσα μου κάτι παίρνει μορφή. Δεν το είπα καλά: στην κορυφή των δυνάμεων, κι αυτές στην υπηρεσία όχι τόσο της γραφής αλλά της ζωής. Αλλά αν πάρεις το ένα από το άλλο αυτόματα τα δυο θ'αποδυναμωθούν. Πυρήνας (όλων, σκέφτηκε όπως διάβαζε τα βιτρώ, από κάτω προς τα πάνω) ο πειρασμός (μια βλοσυρή κυρία την κοιτούσε στο τρένο και μια δροσερή κοπέλα την ζωγράφιζε: τι συστήνει την επιθυμία; Να θέλεις να πιάσεις τον άλλον ή να τρέμεις στην ιδέα;). Πυρήνας ο πειρασμός. Στη δυτική είσοδο του καθεδρικού ο Χριστός κάθεται μέσα σ'ένα α μ ύ γ δ α λ ο. Ή αλλιώς 'δόξα' στην γλώσσα της εικονογραφίας. Ο ξεναγός μάς εξήγησε τι θα πει gloire. Όχι χρήματα, όχι φήμη, μα "aura". Έφερε το παράδειγμα ενός ηθοποιού που γεμίζει τη σκηνή κι άνοιξε τα χέρια κάνοντας ένα βήμα μπρος προς τα εμάς κι εγώ έφερα το παράδειγμα της καρδιάς.
Εκδρομή.
Ποτέ δεν είπα ψέματα.