Παρορμητικά κι άσκεφτα η φίλη της Χρύσας 'χτύπησε' ένα τατουάζ σε κάθε ώμο και στην αριστερή ωμοπλάτη. Εσύ τι έχεις, τι ζωγραφιές φέρεις και γυρνάς; Μερικά λουλουδάκια του αγρού, μαζεμένα πριν το τέλος της πρώτης νιότης, που τώρα, κατά τη δεύτερη ενηλικίωση, κοντεύουν να μαραθούν - διψασμένα, γυρτά, γερνούν και μένα. Μάντεψε πού!
Η φίλη της Χρύσας τα ήξερε όλα κι ας μην έχει διαβάσει τίποτε. Επειδή, δηλαδή, δεν έχει διαβάσει τίποτε. Κι έστεκα να την κοιτώ, γυρνώντας από δω κι από κει στη βαθιά πολυθρόνα. Τα πόδια πλεγμένα από δω, πλεγμένα από κει. Μ'εκείνον που ήσουν, ρωτάνε.
Όλες οι συζητήσεις ξεκινούν με τον Αρονόφσκι, περνούν στο σεξ, έπειτα σ'εξομολογήσεις αθεΐας, μετά στην ηλεκτρόνικα, και κορυφώνονται με την εξίσωση όλων. Στη συμφωνία πως όλα είναι τίποτα και τίποτα είναι τα πάντα. Πως απολυτότητα δεν υπάρχει, μα πως αυτή διαγράφει και σκιάζει ό,τι λέμε πως υπάρχει κι ό,τι λέμε πως αντιλαμβανόμαστε. Ανήμπορη σκέψη.
Είμαστε διάχυτες αισθήσεις, όπως είπε ο ποιητής.
Ένας άκρατος αισθησιασμός. Η πολιτική είναι αίσθηση - αισθήσεις. Η λέξη είναι αίσθηση. Η χειρονομιακή γραφή είναι αίσθηση. Η πόλη είναι αίσθηση. Η πόλη τώρα στις τρεις το ξημέρωμα είναι αίσθηση - σύγκρυο - έσκουξα και δεν μ'άκουσε κανείς. Παραδίνομαι. Παύω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου