Χυδαίοι διασκεδαστές,
τηλεοπτικοί αστέρες της γρήγορης κατανάλωσης, fast food για μεσημεριανό, μπρος στην τηλεόραση, μάγειρες προγάστωρες, με χοντρά δάχτυλα, δίνουν οικονομικές συνταγές, βάζουν το φαί στο φούρνο με σπόνσορες. Μπαρμπά-Στάθης, το αποτέλεσμα των πανελληνίων, οι περήφανες μαμάδες κι ο δρόμος προς την κομματική νεολαία, η γραμμή
στραβή κι η λόξα του καθενός. Ο δικηγορικός σύλλογος, η διψασμένη ομογένεια κι ο πόνος για τον πομπό της δημοκρατίας που τείθεται σε λαικό προσκύνημα. Το μοιρολόι, να φιλήσει τη σωρό ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος, ο πρωθυπουργός, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο αρχηγός του χωριού, μέχρι κι ο Μπέμπε Γκρίλο. Άμεση δημοκρατία, καλέ, σου λέει. Η πλατεία του Συντάγματος δεν γέμισε, θα'παιζε ματς φαίνεται. Ύφος αυταρχικό, σκέψη απαίδευτη, μουλιασμένη σε κακοδιδαγμένο, στραπατσαρισμένο δόγμα του Χέγκελ. Ο μαρασμός του περιεχομένου, όταν τους ποιητές πια δεν τους διαβάζουμε. Στα σχολεία, βλέπω, διδάσκουν τα αίτια της αθείας, ο εγωισμός του ανθρώπου νούμερο ένα. Το τέλος της φόρμας και του σφιχταγκαλιασμού. Οι ανίκανοι κυβερνήτες, επίσης προγάστωρες μερικοί, που όμως δεν τους ψέγεις μην τυχόν κι απαξιώσεις τους παραπαίοντες θεσμούς. Οι εκπομές της Μενεγάκη κυκλοφορούν σε συλλεκτική έκδοση, διπλή πολυτελής κασετίνα, για τους νοσταλγούς των 90s και του Σώτη Βολάνη. Ασφαλίτες, μπάτσοι, εν τω μεταξύ, και λοιπή ορολογία της γενιάς που νόμιζε πως διάβαζε Βάρναλη όταν καλύτερα αναμασούσε όνειρα της Δαμανάκη, στις άκρες λιγάκι ξεφτισμένα - η γλωσσική μανιέρα, αλλιώς, της ταυτολογίας και της ισοπεδωτικής, toujours άσκεφτης εξίσωσης - το τέλος της σκέψης στην Ελληνική επικράτεια.
Και ποια η θέση μου, μεταξύ του Αιγαίου και της τηλεόρασης της σήψης και της μήνης; Μεταξύ της λυρικής, αναστοχαστικής ανάγνωσης και της αγωνίας των εκλογών και της 'επόμενης μέρας'. Γνωστοί και φίλοι, με προσωπεία σταστισμένα, κομπάζουν να πουν δυο λόγια, να σχηματίσουν βρε παιδί μου μια ιδέα για τον κόσμο. Σαν φοβισμένα ζωάκια του δάσους ρωτούν περιφερόμενα, τι να κάνω εγώ; Μήπως δεν είμαι αρκετά πολιτικοποιημένος εγώ; Και τους βλέπεις, όχι αφ'υψηλού προς θεού, τους βλέπεις με τρυφερότητα, κάποτε και με συμπόνοια, να πνίγονται σε μια κουταλιά νερό.
Μαζεύω παραμάσχαλα το Εν Λευκώ του Ελύτη, βάζω ένα ποτήρι με νερό της βρύσης, και κάθομαι στο μπαλκονάκι μου. Ήσυχη. Τελείωσα με το πανεπιστήμιο, έχω χρόνο να διαβάσω τα δικά μου. Μήπως σμιλέψω τον λόγο, μήπως φτιάξω συνείδηση π ο λ ί τ η. Μοναχικός κι αλληλέγγυος.
Έχουμε πιει καφέ στο μπαλκονάκι τούτο σαν πατήσω το πόδι μου το εκπατρισμένο στη Μεσόγειο κοντά.
ΑπάντησηΔιαγραφή“Ασφαλίτες, μπάτσοι, εν τω μεταξύ, και λοιπή ορολογία της γενιάς που νόμιζε πως διάβαζε Βάρναλη όταν καλύτερα αναμασούσε όνειρα της Δαμανάκη, στις άκρες λιγάκι ξεφτισμένα - η γλωσσική μανιέρα, αλλιώς, της ταυτολογίας και της ισοπεδωτικής, toujours άσκεφτης εξίσωσης - το τέλος της σκέψης στην Ελληνική επικράτεια.”
ΑπάντησηΔιαγραφή…