Απείχανε μερικά σπίτια. Είχε η καθεμιά τις ιστορίες της. Για την Ι. είχε, από τον Δεκέμβριο, αναζωπυρώσει η αλληλογραφία της με τον πρώην φίλον της, έναν, όπως έλεγε, απίστευτα όμορφο αθλητή του βόλευ που είχε μέχρι και stalkers, νεαρές κοπέλες που μαθαίναν το κινητό του με άγνωστο τρόπο και του στέλνανε μηνύματα και τον παίρναν τηλέφωνο. Ο τύπος αυτός, ο αθλητής, δεν ήθελε πολλά πολλά skype και ζητούσε από την Ι. να ανταλλάσουν μέιλ. Μια μέρα που η Ι. του πρότεινε να μιλήσουν μέσω skype, με κάμερα και τα λοιπά, ο αθλητής της το αρνήθηκε λέγοντας πως μόνο αν βρει να βάλει ένα αποκριάτικο κουστούμι που θα τον κάνει αγνώριστο θα μπορέσει να μιλήσει μαζί της κατά αυτόν τον τρόπο.
Η Ε., από την άλλη, είχε απόψε γυρίσει σπίτι νωρίς γιατί - όσο κι αν το ανέβαλλε- είχε να γράψει ένα μέιλ πολύ δύσκολο, πολύ σκληρό. Το σκεφτόταν με βαριά καρδιά όλη τη βδομάδα. Έπρεπε να το γράψει, δεν υπήρχε αμφιβολία. Θα ξεκινούσε κάπως έτσι: Δεν σου γράφω τόσο καιρό διότι δεν θέλω να το γράψω αυτό που πρέπει να γράψω. Αυτό που μοιάζει, εξωτερικά, για παράνοια, καμιά φορά έχει τις ευγενής του ρίζες στην προσπάθεια να συμφιλιώσεις τα ασυμφιλίωτα, σε έναν μοναχικό (πώς αλλιώς;) αγώνα. Και η αγωνία τα βράδια.
Ψάχναν κι οι δυο για περισπασμό. Κάτι κατάφερναν, Παρασκευές στα μπαρ, Σάββατα στα σπίτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου