Ένα.
Βρίσκομαι μια αναπνοή από την πόλη που είναι σαν τον Μάη
όλοι της εναποθέτουν διαλυμένες ελπίδες,
και κοιμάμαι ανάμεσα σε μερικά ζεστά τούβλινα παράθυρα
που, άμα τύχει και δεν προσέξω, μπορεί να με ζουλήξουν
και να μην ξυπνήσω ποτέ.
Και θα ήταν κρίμα σκέφτομαι να με βρουν λεκιασμένη
τόσο νέα, τόσο μαραμένη και δίχως κάποιο έργο στ'ακροδάχτυλα.
Να με σκεπάσουν μ'ένα λευκό σεντόνι χωρίς να το'χω θελήσει
ή διαλέξει, και που θα κολλήσει στο τελευταίο μου σώμα,
και που από κάτω θα χάσω τις ύστατες χαιρετούρες.
Αχ, Μαιρού!...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτικό― με άφησες άφωνη. Ζήλεψα λίγο, τ'ομολογώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚορίτσια, σας ευχαριστώ πολύ. Δεν ξέρετε τι χαρά μου δίνετε με κάτι τέτοια σχόλια.
ΑπάντησηΔιαγραφή