Γυρνούσα όταν με φώναξαν με κάποιο όνομα που δεν έμοιαζε πολύ με το δικό μου. Κοίταξα και τους είδα να χαιρετούν αλαφιασμένα. Κάθονταν πάνω σε ψηλά βράχια, ένας μου'τεινε το χέρι να με τραβήξει πάνω. Ανέβηκα. Μου'δωσαν να καπνίσω. Περί ανέμων και υδάτων, μιλούσαν για τους πειραματισμούς τους. Φοβόμουν πως το αγόρι που καθόταν δίπλα μου στην επόμενη του κίνηση θα δώσει μιά και θα πέσει στο κενό. Και θα ματώσει το ασφαλτωμένο χώμα.
Μία γεύση στεγνή, χαρτιού και καπνού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου